- πασακάλια
- Αυλικός χορός ισπανικής καταγωγής, του οποίου το όνομα προέρχεται από τις λέξεις pasar (περνώ) και calle (δρόμος). Από μουσική άποψη αποτελεί σύνθεση μιας σειράς παραλλαγών πάνω σε ένα έμμονο βάσιμο και είναι αρκετά όμοια με τη σακόν. Η π., που πιθανόν αρχικά χορευόταν στους δρόμους, ήταν ακόμα σε χρήση στην αυλή του Λουδοβίκου ΙΔ’ και –στον συνθετικό τομέα– έχει πιο γνωστά παραδείγματά της τα ομώνυμα έργα των Φρεσκομπάλντι, Λούλι, Μπαχ και Μπουξτεχούντε. Και σε νεότερες εποχές χρησιμοποιήθηκε από πολλούς συνθέτες, όπως π.χ., η π. –αν και είναι αρκετά ελεύθερη– του τελευταίου μέρους της 4ης Συμφωνίας του Μπραμς, εκείνη του δεύτερου μέρους της Παρτίτας του Καζέλα για πιάνο και ορχήστρα, και, τέλος, η Πασακάλια έργο 1 του Βέμπερν.
* * *μουσική μορφή συνεχούς παραλλαγής σε 3/4 και αυλικός χορός, ο οποίος εμφανίστηκε στην Ισπανία τον 17ο αιώνα, είχε βίαιο χαρακτήρα και δεν ήταν πολύ κόσμιος, ενώ στο γαλλικό θέατρο, όπου εμφανίστηκε κατά τον 17ο και 18ο αιώνα, απέκτησε επιβλητική μεγαλοπρέπεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. passacaglia < ισπ. passacalle «τραγούδι τού δρόμου»].
Dictionary of Greek. 2013.